- κρανοποιία
- κρανοποιΐα, ἡ (Α) [κρανοποιώ]η τέχνη τής κατασκευής κρανών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρανοποιία — κρανοποιίᾱ , κρανοποιία make helmets fem nom/voc/acc dual κρανοποιίᾱ , κρανοποιία make helmets fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… … Dictionary of Greek
κρανουργία — κρανουργία, ἡ (Α) [κρανουργός] η κρανοποιία* … Dictionary of Greek